- ἐλέγχεσθαι
- ἐλέγχωdisgracepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обличеныи — (127) прич. страд. прош. 1.Прич. страд. прош. к обличити в 1 знач.: призъвани приити на съборъ отърицаютьсѧ ˫ако бо˫ащес˫а ˫ако да не обличена бѹдѹть прѣгрѣшени˫а ихъ. (φανερωϑῶσι) КЕ XII, 129а; не отъ ѡбличенааго того и неиздреченьнааго ѹчени˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
περομνύναι — Α [ομνύναι] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλέγχεσθαι» … Dictionary of Greek
πολύδικος — ον, Α φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῡ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δικος (< δίκη), πρβλ. μισό δικος, φιλό δικος] … Dictionary of Greek